φυματίας

φυματίας
φῡμᾰτ-ίας, ου, ,
A one who has tumours,

φ. σκληρῶν φυμάτων Hp. Art.41

, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυματίας — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φύματα, εξογκώματα ή οιδήματα στο σώμα 2. φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦμα, φύματος + κατάλ. ίας* (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • φυματίαι — φυματίας one who has tumours masc nom/voc pl φυματίᾱͅ , φυματίας one who has tumours masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”